WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| old money n | (family that has inherited wealth) | πλούσια οικογένεια επίθ + ουσ θηλ |
| | | παλιά πλούσια οικογένεια περίφρ |
| | (μεταφορικά) | τζάκι ουσ ουδ |
| | The Farquhars are old money; the family have been wealthy since the time of Henry VIII. |
| old money n | (inherited wealth) | οικογενειακή περιουσία επίθ + ουσ θηλ |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Αφορά περιουσία την οποία κληρονομεί κανείς από τους προγόνους του. |
| | The crumbling manor house and classic car were clear signs of old money. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| old-money n as adj | (relating to inherited wealth) | παλιός πλούσιος φρ ως επίθ |
| | (μεταφορικά) | τζάκι ουσ ουδ |
| | The Rockefellers are a famous example of an old-money family. |
| | Οι Ροκφέλλερ είναι ένα πασίγνωστο παράδειγμα μιας παλιάς πλούσιας οικογένειας. |