• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
old money n (family that has inherited wealth)πλούσια οικογένεια επίθ + ουσ θηλ
  παλιά πλούσια οικογένεια περίφρ
  (μεταφορικά)τζάκι ουσ ουδ
 The Farquhars are old money; the family have been wealthy since the time of Henry VIII.
old money n (inherited wealth)οικογενειακή περιουσία επίθ + ουσ θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Αφορά περιουσία την οποία κληρονομεί κανείς από τους προγόνους του.
 The crumbling manor house and classic car were clear signs of old money.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
old-money n as adj (relating to inherited wealth)παλιός πλούσιος φρ ως επίθ
  (μεταφορικά)τζάκι ουσ ουδ
 The Rockefellers are a famous example of an old-money family.
 Οι Ροκφέλλερ είναι ένα πασίγνωστο παράδειγμα μιας παλιάς πλούσιας οικογένειας.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση old money στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «old money».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!